ξεκοντακιάζω

ξεκοντακιάζω
μετ. (употр, всегда с артиклем τό) переходить границы (дозволенного); злоупотреблять (чём-л.); пересаливать, перебарщивать (в чём-л.) (разг );

τό ξεκοντάκιασες πιά — ты переборщил


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξεκοντακιάζω" в других словарях:

  • ξεκοντακιάζω — κάνω κάτι μέχρι το σημείο που δεν είναι ανεκτό, ωθώ τα πράγματα πέρα από τα όρια ανοχής, τό παρακάνω («είπαμε να διασκεδάσεις μα εσύ τό ξεκοντάκιασες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + κοντάκι(ον) «πλήγμα με κοντάκιο όπλου»] …   Dictionary of Greek

  • παραξεκοντακιάζω — 1. υπερβαίνω τα επιτρεπόμενα όρια 2. φρ. «τό παραξεκοντακιάζω» τό παρακάνω, τό παραξηλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ξεκοντακιάζω «ωθώ τα πράγματα πέρα από τα επιτρεπτά όρια, τό παρακάνω»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»